- οἰνοδόκος
- οἰνοδόκος, -ον1 wine-welcoming
οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν I. 6.40
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν I. 6.40
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οινοδόκος — οἰνοδόκος, ον (Α) 1. αυτός που δέχεται ή περιέχει κρασί («οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῑαν», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ οἰνοδόκος δοχείο κρασιού («τὸν Ἀδριακοῡ νέκταρος οἰνοδόκον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + δόκος (< δέχομαι), πρβλ.… … Dictionary of Greek
οἰνοδόκον — οἰνοδόκος receiving masc/fem acc sg οἰνοδόκος receiving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοδόκοις — οἰνοδόκος receiving masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοδόκου — οἰνοδόκος receiving masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοδόκων — οἰνοδόκος receiving masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοδόκῳ — οἰνοδόκος receiving masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek